- στασιάζουσα
- στασιάζωto be at variancepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στασιαζούσας — στασιαζούσᾱς , στασιάζω to be at variance pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) στασιαζούσᾱς , στασιάζω to be at variance pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομονοώ — (ΑΜ ὁμονοῶ, έω) [ομόνους] 1. έχω τις ίδιες σκέψεις και αντιλήψεις και τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο, συμφωνώ με κάποιον 2. βρίσκομαι σε σύμπνοια, διατηρώ αρμονικές σχέσεις με κάποιον νεοελλ. μσν. 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι 2. φέρω σε ομόνοια … Dictionary of Greek